- αὔλια
- αὔλιονcountry-houseneut nom/voc/acc plαὔλιοςbelonging to foldsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐλία — αὐλίᾱ , αὔλιος belonging to folds fem nom/voc/acc dual αὐλίᾱ , αὔλιος belonging to folds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυλίᾳ — ἀυλίᾱͅ , ἀυλία immateriality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίᾳ — αὐλίᾱͅ , αὔλιος belonging to folds fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϋλία — η (AM ἀϋλία) [άυλος] το να είναι κάτι άυλο, όχι υλικό … Dictionary of Greek
αϋλία — η φιλοσοφική θεωρία που δε δέχεται την ύπαρξη της ύλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀυλίας — ἀυλίᾱς , ἀυλία immateriality fem acc pl ἀυλίᾱς , ἀυλία immateriality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυλίαν — ἀυλίᾱν , ἀυλία immateriality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλίαν — αὐλίᾱν , αὔλιος belonging to folds fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εύμυκος — εὔμυκος, ον (Α) αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί μυχος, μεγά μυκος] … Dictionary of Greek